Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη βρίσκεται πλέον μπροστά σε μια ιστορική ευθύνη. Η μη ψήφιση του εκτελεστικού νόμου για το αναθεωρημένο άρθρο 86 του Συντάγματος μετά από σχεδόν έξι χρόνια αποτελεί όχι μόνο μια θεσμική παράλειψη αλλά και μια σοβαρή πολιτική σκιά που ενδέχεται να οδηγήσει σε νέες κατηγορίες για συγκάλυψη.
Αν δεν δράσει άμεσα, θα έχει αφήσει ένα νομικό κενό που μπορεί να εμποδίσει την απόδοση ευθυνών σε πρώην κυβερνητικά στελέχη για πράξεις και παραλείψεις τους, συμπεριλαμβανομένων όσων σχετίζονται με την τραγωδία των Τεμπών.
Η συνταγματική αναθεώρηση του 2019 έβαλε τέλος στην ευνοϊκή μεταχείριση των πρώην υπουργών και υφυπουργών, καταργώντας την ειδική αποσβεστική προθεσμία που περιόριζε τη χρονική δυνατότητα άσκησης ποινικής δίωξης εις βάρος τους. Αυτό αποτέλεσε ένα σημαντικό βήμα προς την ισονομία, καθώς πλέον οι πολιτικοί δεν θα πρέπει να απολαμβάνουν διαφορετική μεταχείριση από τον υπόλοιπο πληθυσμό όσον αφορά την ποινική ευθύνη. Ωστόσο, αυτή η συνταγματική τομή έμεινε ανολοκλήρωτη. Τα τελευταία έξι χρόνια, η κυβέρνηση δεν φρόντισε να εναρμονίσει την κοινή νομοθεσία με τη νέα συνταγματική πραγματικότητα, αφήνοντας σε ισχύ ένα πλαίσιο που συνεχίζει να προβλέπει την αποσβεστική προθεσμία, παρά την κατάργησή της από το ίδιο το Σύνταγμα.
Αυτή η αντίφαση μεταξύ Συντάγματος και ισχύουσας νομοθεσίας εγείρει σοβαρές ερμηνευτικές προκλήσεις και μπορεί να οδηγήσει σε μια δικαστική και πολιτική κρίση. Αν η κυβέρνηση δεν ψηφίσει άμεσα τον εκτελεστικό νόμο και η τρέχουσα κοινοβουλευτική σύνοδος ολοκληρωθεί, τότε υπάρχει κίνδυνος υποθέσεις πρώην υπουργών, ακόμα και για τόσο βαριές υποθέσεις όπως τα Τέμπη, να βρεθούν σε νομικό αδιέξοδο. Με απλά λόγια, η καθυστέρηση αυτή ανοίγει την πόρτα στην ατιμωρησία.
Το καλοκαίρι του 2025 πλησιάζει και, αν μέχρι τότε δεν έχει τροποποιηθεί ο σχετικός νόμος, οι εισαγγελικές αρχές μπορεί να αντιμετωπίσουν ανυπέρβλητα εμπόδια στην άσκηση διώξεων. Η κατάσταση είναι κρίσιμη και δεν επιδέχεται αμφισβήτηση: Η κυβέρνηση πρέπει να νομοθετήσει και μάλιστα με αναδρομική ισχύ, καθώς η συνταγματική αλλαγή ισχύει από το 2019.
Αν η κυβέρνηση παραμείνει αδρανής, τότε οι κατηγορίες για συγκάλυψη δεν θα μπορούν να απορριφθούν ως απλές πολιτικές επιθέσεις. Οι πολίτες θα έχουν κάθε λόγο να υποθέσουν πως η αμέλεια αυτή δεν είναι τυχαία αλλά σκόπιμη, προκειμένου να προστατευτούν συγκεκριμένα πολιτικά πρόσωπα. Και σε μια περίοδο όπου η εμπιστοσύνη στους θεσμούς είναι ήδη κλονισμένη, μια τέτοια επιλογή θα επιδεινώσει δραματικά το κλίμα δυσπιστίας απέναντι στη διακυβέρνηση.
Πέρα όμως από τη νομική διάσταση, η κυβέρνηση θα κληθεί να απαντήσει και σε ένα ηθικό δίλημμα. Πώς μπορεί να δικαιολογηθεί η παράλειψή της να κλείσει αυτό το θεσμικό κενό, ενώ η ίδια είχε στηρίξει τη συνταγματική αλλαγή; Η υπόθεση των Τεμπών είναι από τα μεγαλύτερα τραύματα της ελληνικής κοινωνίας. Αν τελικά οι ευθύνες δεν διερευνηθούν μέχρι τέλους λόγω μιας νομικής «τρύπας», η κυβέρνηση θα έχει χάσει κάθε ηθικό πλεονέκτημα.
Για να γίνει πιο σαφής η σημασία του προβλήματος, ας δούμε ένα πιθανό σενάριο: Ας υποθέσουμε ότι ο πρώην υπουργός Μεταφορών, που είχε την πολιτική ευθύνη για τον σιδηροδρομικό τομέα κατά την περίοδο πριν από το δυστύχημα στα Τέμπη, βρίσκεται αντιμέτωπος με κατηγορίες. Οι εισαγγελικές αρχές έχουν συλλέξει επαρκή στοιχεία για να κινηθούν εναντίον του. Ωστόσο, αν το ισχύον νομικό πλαίσιο παραμείνει ως έχει, τότε η δίωξή του θα πρέπει να ασκηθεί μέχρι τη λήξη της τρέχουσας συνόδου της Βουλής, δηλαδή έως το καλοκαίρι του 2025. Αν η προθεσμία αυτή περάσει, οποιαδήποτε προσπάθεια δίωξης θα είναι πλέον ανέφικτη.
Ακόμα και αν κάποιοι νομικοί επιχειρήσουν να στηρίξουν τη θέση ότι η συνταγματική αλλαγή υπερισχύει του παλιού νόμου, ο πρώην υπουργός θα μπορούσε να προσφύγει στη Δικαιοσύνη και να επικαλεστεί ότι η προθεσμία εξακολουθεί να ισχύει, δημιουργώντας ένα νομικό χάος. Το αποτέλεσμα θα ήταν η πιθανή απαλλαγή του λόγω νομικής ασάφειας, γεγονός που θα πυροδοτούσε εκρηκτικές αντιδράσεις από την κοινή γνώμη.
Αν η κυβέρνηση θέλει να αποδείξει ότι δεν επιδιώκει τη συγκάλυψη, πρέπει να κινηθεί χωρίς άλλη καθυστέρηση. Το θεσμικό κενό που έχει δημιουργηθεί δεν μπορεί να δικαιολογηθεί μετά από έξι χρόνια και πλέον δεν υπάρχει περιθώριο για υπεκφυγές. Η μόνη λύση είναι η άμεση ψήφιση του εκτελεστικού νόμου πριν το τέλος της συνόδου της Βουλής.
Η τροποποίηση αυτή δεν πρέπει να γίνει με μισές λύσεις. Ο νόμος πρέπει να καταργήσει ρητά την αποσβεστική προθεσμία που περιλαμβάνει η παλαιότερη νομοθεσία και να έχει αναδρομική ισχύ, καλύπτοντας πλήρως την περίοδο από το 2019 και μετά. Μόνο έτσι θα διασφαλιστεί ότι δεν υπάρχει καμία νομική ασάφεια και ότι οι υπεύθυνοι δεν θα μπορούν να ξεφύγουν από τη δικαιοσύνη εξαιτίας μιας νομικής ασάφειας.
Αν η κυβέρνηση δεν κινηθεί εγκαίρως, τότε θα είναι η ίδια που θα χρεωθεί το πολιτικό κόστος μιας πιθανής συγκάλυψης. Και το τίμημα θα είναι βαρύ, όχι μόνο σε επίπεδο πολιτικής αξιοπιστίας, αλλά και στην ίδια τη θεσμική λειτουργία του κράτους. Οι πολίτες απαιτούν δικαιοσύνη και διαφάνεια. Η κυβέρνηση έχει την τελευταία ευκαιρία να αποδείξει ότι δεν βρίσκεται απέναντί τους.